γκρίνια
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
Greek Monolingual
και γρίνα και γρίνια, η
1. παράπονο, μεμψιμοιρία
2. διχόνοια, διαμάχη, διαπληκτισμός (φρ., «η φτώχεια φέρνει γκρίνια»)
3. το συνεχές κλαψούρισμα τών μωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό ιταλ.) grigna].