κλείδωση

Greek Monolingual

η (AM κλείδωσις) κλειδώ
το κλείδωμα
νεοελλ.
σημείο σύνδεσης ή άρθρωσης δύο πραγμάτων μεταξύ τους
νεοελλ.-μσν.
η άρθρωση τών οστών (α. «κλείδωση του χεριού». β. «κλείδωση στο γόνατο»).