κλειδοφορία

English (LSJ)

ἡ, v. sub κλειδοφορέω.

Greek Monolingual

κλειδοφορία, ἡ (Α) κλειδοφορώ
το να είναι κάποιος κλειδοφόρος, το αξίωμα του κλειδοφόρου.