κλεπτήρ

English (LSJ)

κλεπτῆρος, ὁ, = κλέπτης, Man. 1.311, 4.304.

German (Pape)

[Seite 1448] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Maneth. 1, 311. 4, 304.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτήρ: ῆρος, ὁ, τύπος σπανιώτερος τοῦ ἑπόμ., Μανέθων 1. 311., 4. 304.

Greek Monolingual

κλεπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κλέπτω
κλέφτης, κλεφταράς.