κλεψοσύνη, ἡ (Μ)κλοπή, κλεψιά, κλέψιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- του κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ-κλεψ-α) κατά το κλεπτ-οσύνη].