κλεϊστός

German (Pape)

[Seite 1448] gepriesen, Apoll. L. H.

Greek (Liddell-Scott)

κλεϊστός: -ή, -όν, περίφημος, ἔνδοξος, ἐξακουστός, Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. σ. 401.

Greek Monolingual

κλεϊστός, -ή, -όν (Α) κλεΐζω
φημισμένος, ξακουστός, ένδοξος.