κληδόνισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, sign, omen, Luc. Pseudol.17.

German (Pape)

[Seite 1450] τό, Vorbedeutung, Vorzeichen, Luc. Pseudol. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
présage.
Étymologie: κληδών.

Russian (Dvoretsky)

κληδόνισμα: ατος τό предзнаменование, знамение Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κληδόνισμα: τό, σημεῖονοἰωνός, Λουκ. Ψευδολ. 17.

Greek Monolingual

κληδόνισμα, τὸ (Α) κληδονίζω
μαντικό σημείο, οιωνός («ὑπὸ πονηρῷ τῷ πρώτῳ καὶ δυσφήμῳ κληδονίσματι», Λουκιαν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληδόνισμα -τος, τό [κληδονίζω: voorspellen] voorteken.