κληρωτικός

English (LSJ)

κληρωτική, κληρωτικόν, of or for casting lots, τὸ κληρωτικόν (sc. ἀγγεῖον) Ath.10.450b.

German (Pape)

[Seite 1452] zum Loosen, Wählen durchs Loos gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. ἀγγεῖον). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23.

Greek Monolingual

κληρωτικός, -ή, -όν (AM) κληρώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῖον)
η κληρωτίδα.
επίρρ...
κληρωτικῶς (Μ)
με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση.