κλήρωση

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

Greek Monolingual

η (AM κλήρωσις) κληρώ
η εκλογή προσώπου ή η διανομή κτημάτων με κλήρο (α. «η περιουσία θα μοιραστεί με κλήρωση» ; β. «έγινε η κλήρωση τών ενόρκων» γ. «ἐν μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύειν», Ισοκρ.)
νεοελλ.
1. η εξαγωγή λαχνών από κληρωτίδα («η κλήρωση του λαϊκού λαχείου γίνεται κάθε Δευτέρα»)
2. πρόσκληση στρατευσίμου στον στρατό για εκπλήρωση της θητείας του
μσν.
χαρακτηρισμός, ονομασία
αρχ.
1. η τάξη τών κληρικών
2. μτφ. εκλογή, προτίμηση («πικράν κλήρωσιν αἵρεσίν τέ μοι βίου καθίστης», Ευρ.).