κλινοπήγιον
English (LSJ)
τό, place where beds are made, Poll.7.159.
German (Pape)
[Seite 1454] τό, Werkstatt des Folgenden, Poll. 7, 159.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοπήγιον: τό, τόπος ἔνθα κλῖναι κατασκευάζονται, ἐργαστήριον κλινῶν, Πολυδ. Ζ΄, 159.
Greek Monolingual
κλινοπήγιον, το (Α)
εργαστήριο κατασκευής κλινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πήγιον (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηροπήγιον, ναυπήγιον].