κλινοσκέπασμα

Greek Monolingual

το
μάλλινο ή βαμβακερό σκέπασμα με το οποίο σκεπάζεται κάποιος στο κρεβάτι, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ευστάθιο Σίμο].