κλισίμετρο

Greek Monolingual

το
το κλινόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clisimetre < clisi- (πρβλ. κλίσις) + -metre (πρβλ. -μετρον < μέτρον)].