κλινόμετρο
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
Greek Monolingual
το
1. (αεροναυτ.) όργανο που χρησιμοποιείται στην αεροπορία για τον έλεγχο της οριζοντιότητας του αεροσκάφους και για τη μέτρηση της κλίσης του
2. ανθρωπολ. όργανο για τη μέτρηση τών γωνιών ενός ζωντανού οργανισμού ή ενός σκελετού
3. γεωλ. όργανο για τη μέτρηση της κλίσης του εδάφους ή της κλιτύος ενός στρώματος ή ρήγματος
4. ναυτ. όργανο για τη μέτρηση της κλίσης ως προς ορίζοντα της τρόπιδας του πλοίου, αλλ. κλινοσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinometer < clin(o)- (πρβλ. κλινο- < κλίνω) + -meter (< γαλλ. metre < μέτρον)].