κλισμίον

Greek Monolingual

κλισμίον, τὸ (Α)
1. μικρό ανάκλιντρο
2. στον πληθ. τὰ κλισμία
η συζυγική κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισμός + υποκορ. κατάλ. -ίον].