κλονικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που γίνεται με κλονισμό ή ταραχή
2. αυτός που είναι πλήρης κλονισμού
3. φρ. ιατρ. «κλονική σύσπαση» — ρυθμική συστολή ενός μυός συντηρούμενη χάρη σε μονοσυναπτικό ίδιο αντανακλαστικό, η οποία αποτελεί σημείο βλάβης της πυραμιδικής οδού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο περιοδικό Μέλισσα του Αναστ. Γούδα].