κλωπάομαι
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1458] poet. = κλέπτω, Hesych., sowohl stehlen, als auch heimlich, verstohlen thun.
Greek (Liddell-Scott)
κλωπάομαι: ἀποθ., ποιητικὸν ἀντὶ τοῦ κλέπτω, «κλωπᾶσθαι· «λάθρα καὶ ἀψοφητὶ ἰέναι καὶ πράσσειν», προσέτι «ἐπιθυμεῖν, θέλειν», Ἡσύχ.· πρβλ. διακλωπάω.