κλᾳκτός

English (LSJ)

ά, όν, Dor. for κλειστός, IG5(1).1390.91 (Andania, i B.C.), BCH27.271 (Argos). κλάλιον, v. κλανίον.

Greek Monolingual

κλᾳκτός και κλαϊκτός, -ά, -όν (Α)
δωρ. τ. του κλειστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. ρηματ. επίθ. του κλείω (πρβλ. δωρ. αόρ. κλᾷξαι)].