κνηκέλαιον

German (Pape)

[Seite 1460] τό, Saffloröl, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκέλαιον: (οὐχὶ κνικ), τό, ἔλαιον τοῦ κνήκου, Διοσκ. 1. 44.

Greek Monolingual

κνηκέλαιον, τὸ (Α)
το λάδι της κνήκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + ἔλαιον.]