κνημία

English (LSJ)

ἡ,
A = ἀντικνήμιον, Hsch.
2 leg of a chair, Id., Phot.
3 spoke of a wheel, Lys.Fr.95.
II in plural, = τὰ τῆς ἁμάξης περιθέματα, Hsch.
2 = φθοραί, Id.; cf. κνημόω.

German (Pape)

[Seite 1460] ἡ, Radspeiche, Poll. 10, 157 u. 7, 116 aus Lys.; bei Hesych. auch τὰ ὀρθὰ ξύλα τῶν θρόνων.

Greek Monolingual

η (AM κνημία) κνήμη
ακτίνα τροχού
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) το αντικνήμιο
β) στον πληθ. αἱ κνημίαι
i) τα καλύμματα της άμαξας
ii) φθορές
2. (κατά τον Φώτ.) το πόδι καρέκλας.

Russian (Dvoretsky)

κνημία:колесная спица (τῆς ἁμάξης Lys.).