ἀντικνήμιον
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
English (LSJ)
τό, part of the leg in front of the κνήμη (τῆς κνήμης τὸ πρόσθεν Arist.HA494a6; but τὸ ὄπισθεν Sch.Ar.Pl.784), shin, Hippon.49, Hp.Fract.18, Ar.Ach.219, Eq.907.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 espinilla Hippon.34.6, Hp.Fract.18, Oss.17, Ar.Ach.219, Eq.907, Ra.126, Pl.784, X.Cyr.2.3.19
•esp. en los pap. para indicar señas de identidad οὐλ(ὴ) ἀντικν(ημίῳ) ἀρ(ιστερῷ) PMerton.110.8 (II d.C.), cf. PVindob.Tandem 22.7 (I d.C.), 24.12 (I d.C.), PAmh.2.93.25 (II d.C.), POxy.2185.10, PStras.278.2 (IV d.C.), PMil.Vogl.4.224.9.
2 corva Sch.Ar.Pl.784.
German (Pape)
[Seite 253] (der κνήμη gegenüber), τό, Schienbein, Ar. Plut. 784; Xen. Cyr. 2, 3, 19; Arist. H. A. 1, 15 (τὸ πρόσθιον τῆς κνήμης), u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
os du devant de la jambe, tibia ; jambe.
Étymologie: ἀντί, κνήμη.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικνήμιον: τό передняя часть голени, тж. голень Arph., Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικνήμιον: τὸ ἔμπροσθεν μέρος τῆς κνήμης, καὶ ταύτης [τῆς κνήμης] τὸ μὲν πρόσθιον ἀντικνήμιον, τὸ δὲ ὀπίσθιον γαστροκνήμιον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5, Ἱππῶναξ 40, Ἱππ. π. Ἀγμ. 764, Ἀριστοφ. Ἀχ. 219, Ἱππ. 907.
Greek Monotonic
ἀντικνήμιον: τό, το μέρος του ποδιού απέναντι από την κνήμη, «καλάμι», σε Αριστοφ.