κνύος

English (LSJ)

[ῠ], τό, itch, Hes.Fr.29.1.

German (Pape)

[Seite 1464] τό, die Krätze; das Schäbigwerden des Kopfes, verbunden mit dem Ausgehen der Haare, Hes. frg. bei Eust. 1746, 8.

Russian (Dvoretsky)

κνύος: τό (только nom. - acc. sing.) чесотка Hes.

Greek (Liddell-Scott)

κνύος: ῠ, τό, πάθος τῆς κεφαλῆς προξενοῦν πτῶσιν τῶν τριχῶν, ψώρα ἢ λειχὴν τῆς κεφαλῆς, μαδάρωσις, Λατ. scabies, Ἡσ. Ἀποσπάσ. 5. 1.

Greek Monolingual

κνύος, τὸ (Α) κνύω
πάθηση του δέρματος του κεφαλιού που προκαλεί πτώση τών τριχών.