κοιλάδα
Greek Monolingual
η (AM κοιλάς, -άδος) κοίλος
επίμηκες εδαφικό κοίλωμα ποικίλου πλάτους, που έχει διανοιχθεί κυρίως από τη διαβρωτική ενέργεια του τρεχούμενου επιφανειακού νερού (α. «η κοιλάδα τών Τεμπών» β. «καὶ παρετάξαντο αὐτοῖς εἰς πόλεμον ἐν τῇ κοιλάδι», ΠΔ)
αρχ.
1. κοίλωμα, κοιλότητα
2. θηλ. του επιθ. κοίλος.