κοιλιολυτικός

English (LSJ)

κοιλιολυτική, κοιλιολυτικόν, laxative, Gp.10.51 tit.

German (Pape)

[Seite 1466] ή, όν, Durchfall verursachend, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιολῠτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν νά λύῃ τὴν κοιλίαν, Γεωπ. 10. 51, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

κοιλιολυτικός, -ή, -όν (Μ) κοιλιολυτώ
αυτός που λειτουργεί ως καθαρτικό τών εντέρων, αυτός που προξενεί διάρροια, καθαρτικός.