κοιλιολυτώ

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

κοιλιολυτῶ, -έω (Α)
προκαλώ λύση της κοιλιάς, δηλ. διευκολύνω την κένωση, ενεργώ καθαρτικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρολυτώ, ευλυτώ].