κοιλιολυτώ

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source

Greek Monolingual

κοιλιολυτῶ, -έω (Α)
προκαλώ λύση της κοιλιάς, δηλ. διευκολύνω την κένωση, ενεργώ καθαρτικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρολυτώ, ευλυτώ].