κοιλισκωτός

English (LSJ)

v. κοιλίσκος.

Greek Monolingual

κοιλισκωτός, -ή, -όν (Α)
κοίλοςἐκκοπεύς κοιλισκωτός», Παύλ. Αιγ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλίσκος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθωτός, θολωτός)].

German (Pape)

κοιλίσκος, Medic.