κοιλόφθαλμος
English (LSJ)
κοιλόφθαλμον, hollow-eyed, X. Eq.1.9, Arist.Phgn.811b25, PLond.1.3 (ii B.C.), Poll.1.191, 2.62.
German (Pape)
[Seite 1467] hohläugig, mit tiefliegenden Augen, Gegensatz ἐξόφθαλμος, Xen. de re equ. 1, 8; Arist. physiogn. 6 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les yeux creux et enfoncés.
Étymologie: κοῖλος, ὀφθαλμός.
Russian (Dvoretsky)
κοιλόφθαλμος: имеющий впалые глаза Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόφθαλμος: -ον, ἔχων κοίλους ὀφθαλμούς, Ξεν. Ἱππ. 1. 9, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 27, Πολυδ. Α΄, 191., Β΄, 62.
Greek Monolingual
κοιλόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλα, βαθουλωτά, μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ὀφθαλμός (πρβλ. εξόφθαλμος, λυκόφθαλμος)].
Greek Monotonic
κοιλόφθαλμος: -ον, αυτός που έχει κοίλους οφθαλμούς, σε Ξεν.
Middle Liddell
κοιλ-όφθαλμος, ον
hollow-eyed, Xen.