εξόφθαλμος
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
Greek Monolingual
και εξώφθαλμος, -ο (AM ἐξόφθαλμος, -ον)
1. αυτός του οποίου οι οφθαλμοί προεξέχουν από τις κόγχες
2. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί εξοφθαλμία («εξόφθαλμος βρογχοκήλη»)
αρχ.
αυτός που βλέπει κάτι με απληστία.