κοινοβουλέω
English (LSJ)
deliberate in common, X.Lac.13.1:—Med., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1468] gemeinschaftlich berathschlagen, Xen. Lac. 13, 1.
French (Bailly abrégé)
κοινοβουλῶ :
délibérer en commun.
Étymologie: κοινός, βουλή.
Russian (Dvoretsky)
κοινοβουλέω: совместно обсуждать, совещаться Xen.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοβουλέω: ἀποφασίζω ἀπὸ κοινοῦ, συσκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Λακ. 13. 1.
Greek Monotonic
Middle Liddell
κοινο-βουλέω, βουλή
to deliberate in common, Xen.