κοινοεργώ

Greek Monolingual

κοινοεργῶ, -έω (Μ) κοινοεργής
ενεργώ, εργάζομαι από κοινού με άλλους («ἄμφω δὲ ἠ γαστὴρ καὶ τὸ ἧπαρ κοινοεργοῦσιν», Μελέτ.).