κοινοεργής

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοεργής Medium diacritics: κοινοεργής Low diacritics: κοινοεργής Capitals: ΚΟΙΝΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: koinoergḗs Transliteration B: koinoergēs Transliteration C: koinoergis Beta Code: koinoergh/s

English (LSJ)

κοινοεργές, working in common, μόρια Simp. in Epict.p.37 D.

Greek Monolingual

κοινοεργής, -ές (AM)
αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λινοεργής, νεοεργής].