κοινωνητέον

English (LSJ)

one must share in, τινός τινι Pl.R. 403b; φιλίας Ph.2.401; ὀνειδῶν Plu.Pomp.44.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κοινωνεῖν, τινός τινι Πλάτ. Πολ. 403Β.

Greek Monotonic

κοινωνητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι κοινό, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινωνητέον, adj. verb. van κοινωνέω, men moet gezamenlijk delen.