κοινόμικτος

Greek (Liddell-Scott)

κοινόμικτος: -ον, μεμιγμένος ὁμοῦ, Τζέτζ. ἐν Κραμήρου Παρ. Ἀνεκδ. 1. 64.

Greek Monolingual

κοινόμικτος, -ον (Μ)
αναμεμιγμένος με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -μικτος (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. αλίμικτος, θηρόμικτος].