κοκκίωμα
Greek Monolingual
το
ιατρ. ογκοειδής σχηματισμός από φλεγμονώδη κύτταρα, λ.χ. ιστιοκύτταρα ή λεμφοπλασματοκύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. granuloma. Η λ. είναι απόδοση ως προς το θέμα της (granulo- < granule «κοκκίον, μικρός κόκκος» και αντιδάνεια ως προς την κατάληξή της (-oma < -ωμα)].