κολοκυνθαρύταινα
Greek Monolingual
κολοκυνθαρύταινα, ἡ (Α)
αγγείο για μετάγγιση ύδατος κατασκευασμένο από κολοκύθα, η νεροκολοκύθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + ἀρύταινα «ελαιοδοχείο»].
κολοκυνθαρύταινα, ἡ (Α)
αγγείο για μετάγγιση ύδατος κατασκευασμένο από κολοκύθα, η νεροκολοκύθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + ἀρύταινα «ελαιοδοχείο»].