η (AM κολυμβάς, -άδος)(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμηαρχ.1. το πτηνό κολυμβίς2. είδος θάμνου, στοιβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομάς, καρκινάς)].