κολόβιον

English (LSJ)

τό,
A sleeveless (or short-sleeved) tunic, POxy.921.6, 16 (iii A.D.), PTeb.406.17 (iii A.D.), Serv.ad Virg.A.9.616.
2 of the senatorial clavus, Ps.-Acroad Hor.Sat.1.5.36.

German (Pape)

[Seite 1474] τό, ein Unterkleid mit kurzen, nur bis an die Hälfte des Oberarms reichenden Aermeln, od. ganz ohne Aermel, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κολόβιον: τό, καὶ κολοβίων, ωνος, ὁ, χιτωνίκος ἔχων τὰς χειρῖδας κεκομμένας (ἴδε κολοβός), δηλ. καθικνουμένας μόνον μέχρι τοῦ ἡμίσεος τοῦ βραχίοντος ἢ καὶ ὅλως ἐλλειπούσας, Ἐπιφάν.· ― ἴδε Δουκάγγ.