κολόχειρ

English (LSJ)

ὁ, ἡ, maimed in the hand, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κολόχειρ: ὁ, ἡ, = κολοβόχειρ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κολόχειρ, -ρος, ό, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερόχειρ, μονόχειρ].