και κονβαλλαρία, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας λιλιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convallaria < νεολατ. convallaria (< convalis < com + callis «κοιλάδα») + νεολατ. κατάλ. -aria].