κονιοσκόπιο
Greek Monolingual
το
όργανο μικροβιολογικής εξέτασης του κονιορτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -σκόπιο (< σκοπός), πρβλ. γαστροσκόπιο, ηλεκτροσκόπιο].
το
όργανο μικροβιολογικής εξέτασης του κονιορτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -σκόπιο (< σκοπός), πρβλ. γαστροσκόπιο, ηλεκτροσκόπιο].