ηλεκτροσκόπιο

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

το
φυσ. διάταξη που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση ενός ηλεκτρικού φορτίου ή μιας ιοντίζουσας ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electroscope < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + -scope (πρβλ. -σκόπιο < σκοπός). Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτροσκόπιον μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].