κοντομαχώ (Μ)αντιδρώ, «χτυπιέμαι» δεμένος σε ξύλινη ράβδο, σε κοντάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππομαχώ, ναυμαχώ].