κοντομονόβολον

Greek Monolingual

κοντομονόβολον και κονδομονόβολον, τὸ (Μ)
αγώνισμα παραπλήσιο με το σημερινό άλμα επί κοντώ, που γινόταν στα αμφιθέατρα και στους ιπποδρόμους τών Βυζαντινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός + μονό-βολον (< μονός + -βολον < βόλος < βάλλω)].