κοντούλης

Greek Monolingual

-α, -ικο
1. κάπως κοντός, κοντούτσικος
2. το θηλ. ως ουσ. η κοντούλα
εκλεκτή ποικιλία αχλαδιάς και του καρπού της, αλλ. κοντοποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ούλης].