κοντόπαχος

Greek Monolingual

-η, -ο
παχύς και συγχρόνως κοντός στο ανάστημα, κοντόχοντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ό)- + -παχος < παχύς), πρβλ. άπαχος, τετράπαχος].