κοπρηγία

English (LSJ)

ἡ, conveyance of dung, ib. 110.11 (i A. D.).

Greek Monolingual

κοπρηγία, ἡ (Α) κοπρηγώ
1. πάπ. η μεταφορά κόπρου με άμαξα
2. πάπ. σωρός κόπρου.