Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
κοπρηγῶ, -έω (Α)κοπρηγόςπάπ. μεταφέρω κόπρο.