κοπριώδης
English (LSJ)
κοπριῶδες, = κοπρώδης, Hp.Coac.590, Thphr. CP 2.6.3; full of dung, τόπος PSI6.696.10 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1483] ες, auch κοπρώδης geschrieben, mistartig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κοπριώδης: -ες, = κοπρώδης, Ἱππ. 217Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 3.