κοπροδόχος

English (LSJ)

ὁ, cesspool, Gloss.

Greek Monolingual

-ο (Α κοπροδόχος, ον)
νεοελλ.
προορισμένος να δέχεται κόπρανα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοπροδόχος
κοπροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος, ξενοδόχος].

German (Pape)

ἡ, = κοπροδοχεῖον, Phot.