κοπροπορφυρίνη
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) χρωμοπρωτεΐδη που προέρχεται από την αιμοσφαιρίνη και βρίσκεται στα κόπρανα και, μερικές φορές, σε παθολογικές καταστάσεις, στα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coproporphyrin < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + porphyr- (πρβλ. πορφυρός) + κατάλ. in].