κορίτσαρος

Greek Monolingual

ο
ωραίο, μεγαλόσωμο, καλοφτιαγμένο κορίτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + μεγεθ. κατάλ. -αρος (πρβλ. μούλαρος, παίδαρος)].